- ἔκπλεως
- ἔκπλεω̆ς , ἔκπλεοςquite fulladverbial (attic)ἔκπλεω̆ς , ἔκπλεοςquite fullmasc/fem nom pl (attic)ἔκπλεω̆ς , ἔκπλεοςquite fullmasc/fem nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκπλεως — ων βλ. έκπλεος … Dictionary of Greek
έκπλεος — ἔκπλεος, ον και ποιητικός τ. ἔκπλειος α, ον, αττ. τ. ἔκπλεως, ων (Α) 1. πλήρης 2. εντελώς πλήρης 3. άφθονος … Dictionary of Greek
ԼՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0907 Chronological Sequence: 12c մ. ἑκπλέως plene. Լիապէս. լիով. լրիւ. բովանդակապէս. կատարելապէս եւ լիուլի. առաւելապէս. ... *Զլրումն աստուածութեանն լրապէս ընդունելով. Շ. ՟ա. յհ. ՟Հ՟Ե: *Լրապէս ինքն թուեաց, եւ ասաց: Լրապէս զնոցին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)